- μοιχικαί
- μοιχικόςadulterousfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχικός — ή, ό (Α μοιχικός, ή, όν) [μοιχός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.) 2. επιρρεπής προς τη μοιχεία. επίρρ... μοιχικῶς (ΑΜ) με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό … Dictionary of Greek